Πώς μπορεί ένα στοιχείο ν’ αλλάξει μορφή και να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό; M’ αυτά τα ερωτήματα ασχολήθηκαν μεταξύ των άλλων οι λεγόμενοι Ελεάτες φιλόσοφοι.
O Παρμενίδης πίστευε πως όλα όσα υπάρχουν υπήρχαν από πάντα. H ιδέα αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα. Τη θεωρούσαν σχεδόν αυτονόητη. Τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί από το τίποτα, έλεγε ο Παρμενίδης. Κι όλα όσα υπάρχουν δεν μπορεί να εξαφανιστούν και να χαθούν μια για πάντα.
Έβλεπε, βέβαια, πως στη φύση διαρκώς όλα άλλαζαν. Με τις αισθήσεις του αντιλαμβανόταν αυτές τις μεταβολές των πραγμάτων. Αλλά δεν μπορούσε να τις φέρει σε αρμονία με αυτά που του υπαγόρευε η λογική του. Καθώς, λοιπόν, βρέθηκε σε δίλημμα, αν έπρεπε να εμπιστευτεί τις αισθήσεις του ή τη λογική του, αποφάσισε υπέρ της λογικής. Ως φιλόσοφος θεωρούσε καθήκον του ν’ αποκαλύψει όλες τις «ψευδαισθήσεις», που μας έδιναν μια λαθεμένη εικόνα του κόσμου και της πραγματικότητας. Αυτή η δυνατή πίστη στην ανθρώπινη λογική πήρε το όνομα ορθολογισμός. Ο Παρμενίδης υποστήριξε ότι η ενότητα των πραγμάτων του κόσμου δεν βασίζεται σε μια κοινή υποκείμενη φυσική ουσία, αλλά στην ίδια τους την οντότητα. Η βασική θέση του παρμενίδειου στοχασμού είναι ότι «το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο, πλήρες και ενιαίο και ατάραχο και τέλειο»
Την ίδια εποχή με τον Παρμενίδη ζούσε και ο Ηράκλειτος, που θεωρούσε τις μεταβολές ως το βασικότερο και σημαντικότερο χαρακτηριστικό της φύσης. Μπορούμε να πούμε ότι, σε αντίθεση με τον Παρμενίδη, ο Ηράκλειτος έδειχνε εμπιστοσύνη στις αισθήσεις του και σε όσα αυτές του έλεγαν. «Τα πάντα ρει», έλεγε ο Ηράκλειτος. Τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση, και τίποτα δεν κρατάει για πάντα. O Ηράκλειτος πρόσεξε, επίσης, πως ο κόσμος είναι σφραγισμένος από διαρκείς αντιθέσεις. Τόσο το Καλό όσο και το Κακό έχουν τη θέση τους μέσα στο σύνολο και είναι το ίδιο απαραίτητα, έλεγε ο Ηράκλειτος. Χωρίς αυτό το ασταμάτητο παιχνίδι μεταξύ των αντιθέσεων, ο κόσμος θα σταματούσε να υπάρχει. Χρησιμοποιούσε τη λέξη «θεός», αλλά ασφαλώς δεν εννοούσε τους θεούς των μύθων. Για τον Ηράκλειτο, ο θεός – το θεϊκό στοιχείο – είναι κάτι που κλείνει μέσα του ολόκληρο τον κόσμο. O θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο μέσα από τη διαρκή εναλλαγή και μεταβολή της φύσης. Αντί για τη λέξη «θεός», ο Ηράκλειτος χρησιμοποιεί την αρχαία ελληνική λέξη «λόγος», που σημαίνει λογική. Ακόμα κι αν εμείς οι άνθρωποι δε σκεφτόμαστε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν η λογική μας δεν είναι πάντα η ίδια, ο Ηράκλειτος πίστευε ότι υπάρχει ένα είδος «παγκόσμιας λογικής», που κατευθύνει τα πάντα μέσα στη φύση. Αυτή η «παγκόσμια λογική», ο «νους του Σύμπαντος», εξουσιάζει τα πάντα, και όλοι οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται την κυριαρχία της. Σ’ όλες τις μεταβολές και τις αλλαγές και τις αντιθέσεις μέσα στη φύση, ο Ηράκλειτος έβλεπε την ενότητα, την ολοκλήρωση. Αυτό το «κάτι», που βρίσκεται μέσα σ’ όλα και αποτελεί το θεμέλιο των πάντων, το ονόμαζε «θεό» ή «λόγο». O Ηράκλειτος πίστευε ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων κρίνεται με βάση την αλήθεια του λόγου, άρα πρέπει οι άνθρωποι να τον κατανοήσουν, να μυηθούν τέλεια σε αυτόν και να ζουν σύμφωνα με τον κοσμικό νόμο.
O Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος βρίσκονταν κατά κάποιο τρόπο στα δύο αντίθετα άκρα. H λογική του Παρμενίδη διαπίστωνε πως τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει, ενώ οι εμπειρίες τον Ηράκλειτου διαπίστωναν, με την ίδια σιγουριά, πως τα πάντα μέσα στη φύση υποβάλλονταν σε διαρκείς μεταβολές.
Ποιος από τους δύο είχε δίκιο;
O Εμπεδοκλής σκέφτηκε πως είχαν και οι δύο δίκιο ως προς το ένα σημείο της σκέψης τους, άδικο όμως ως προς το δεύτερο. Όλη η διαφορά ξεκινούσε από το ότι οι φιλόσοφοι θεωρούσαν αυτονόητη αφετηρία της σκέψης τους την ύπαρξη ενός μόνο πρωταρχικού στοιχείου. Αν αυτό ήταν πράγματι έτσι, τότε η άβυσσος μεταξύ αισθήσεων και λογικής θα ήταν αγεφύρωτη στους αιώνες των αιώνων. Ο Εμπεδοκλής διακήρυξε ότι το σύμπαν συντίθεται και αποσυντίθεται από τέσσερα αμετάβλητα «ριζώματα»: το ύδωρ (Νήστις), τη γη (Αίδωνεύς), τον αέρα (Ήρα) και το πυρ (Ζευς). Κάθε γένεση και φθορά είναι αποτέλεσμα της μείξης και του αποχωρισμού των τεσσάρων ριζωμάτων σε διαφορετική αναλογία κάθε φορά, ανάλογα με τη μορφή που έχει αυτό που γεννιέται ή φθείρεται. Έτσι, το ον (ριζώματα) δεν μεταβάλλεται (άποψη των ελεατών), αλλά και η γένεση και η φθορά είναι πραγματικές διεργασίες (άποψη των ατομικών).
Άρα, δεν είναι αλήθεια ότι «όλα» αλλάζουν. Στην ουσία, τίποτα δεν αλλάζει. Απλούστατα, τέσσερα στοιχεία ενώνονται και χωρίζονται πάλι, για να ανακατευτούν ξανά με διαφορετικό τρόπο. Ένα ερώτημα, όμως, παραμένει ανοιχτό: τι είναι αυτό που σπρώχνει τα στοιχεία να ενωθούν μεταξύ τους δημιουργώντας έτσι νέα ζωή; Και τι είναι αυτό που φροντίζει ώστε το «μείγμα» να διαλυθεί και πάλι;
O Εμπεδοκλής πίστευε ότι στη φύση δρουν δύο διαφορετικές δυνάμεις. Τις δυνάμεις αυτές τις ονόμαζε Φιλότητα και Νείκος. H Φιλότητα, η αγάπη, είναι η δύναμη που ενώνει τα στοιχεία και συνθέτει νέα «μείγματα». Το Νείκος, η διαμάχη, είναι η δύναμη που τα χωρίζει και πάλι. Αυτό αξίζει τον κόπο να το σημειώσουμε στο μυαλό μας. Γιατί και σήμερα ακόμα, η επιστήμη διακρίνει τα βασικά στοιχεία από τις φυσικές δυνάμεις. H σύγχρονη επιστήμη ισχυρίζεται ότι μπορεί να εξηγήσει όλα τα φυσικά φαινόμενα με τη βοήθεια των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των βασικών στοιχείων και ορισμένων φυσικών δυνάμεων.